- ἐναποθραύω
- ἐναπο-θραύω,A break off in,
ὀϊστοὺς τοῖς τραύμασι Plu.Crass.25
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀϊστοὺς τοῖς τραύμασι Plu.Crass.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποθραύω — ἐναποθραύω (Α) σπάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ἐναποθραύειν — ἐναποθραύω break off in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek